Τους τελευταίους μήνες βιώνουμε μία ασύμμετρη επίθεση από πλευράς κράτους και κεφαλαίου. Από την διαχείριση της πανδημίας, γίνεται ξεκάθαρο για άλλη μια φορά πως ο μοναδικός στόχος του κράτους είναι η απρόσκοπτη ροή του κεφαλαίου και η εξασφάλιση της ομαλής παραγωγικής διαδικασίας με σκοπό την μεγιστοποίηση του κέρδους. Το βάρος πέφτει φυσικά, στις πλάτες των εργαζομένων, που έρχονται αντιμέτωποι με επισφαλή εργασία, ελαστικά ωράρια, τηλεργασία-τηλεκπαίδευση, απολύσεις με το σωρό, θέσπιση 10ωρου, περιστολή ελευθεριών καθώς και ακόμα πιο έντονη καταστολή. Αυτές οι πρακτικές δεν είναι νέες για εμάς, όπως σε κάθε κρίση, έτσι κι σε αυτή, τα αφεντικά μας βάζουν να πληρώσουμε τα σπασμένα τους έχοντας μάλιστα αυτή τη φορά κοινωνική νομιμοποίηση με την αφορμή της διασφάλισης της “δημόσιας υγείας”. Το πανεπιστήμιο ως χώρος (ανα)παραγωγής κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να γλυτώσει από τον ευρύτερο σχεδιασμό. Η φοίτηση γίνεται σε καθεστώς απομόνωσης και εγκλεισμού, φανερώνοντας πως το μοναδικό κομμάτι αυτής που αναγνωρίζεται είναι η εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ παράλληλα η εργασία εντός πανεπιστημίου -ανάλογα με τη φύση της- παραμένει αδιάκοπη, είτε όπως πριν είτε εξ αποστάσεως. Ταυτόχρονα, η αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου συνεχίζει με τους φρενήρεις ρυθμούς με τους οποίους έτρεχε, χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελούν οι εξαγγελίες ίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας.
Το πανεπιστήμιο προβάλλεται ως ένας χώρος ε-λεύθερης διακίνησης ιδεών, και κοινωνικής ανέλιξης, ένα αφήγημα που αγνοεί τη φύση του, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στο σύμπλεγμα του κράτους και του κεφαλαίου. Στην σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα έχει διττό ρόλο. Από την μία μέσω ερευνητικών προγραμμάτων παράγει γνώση για κράτος και επιχειρήσεις (έρευνα για το στρατό, για τους μπάτσους, για την καλύτερη φύλαξη των συνόρων, για την αποφυγή της ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών κλπ.). Αυτή η έρευνα φυσικά γίνεται από διδακτορικούς/ερευνητές που δουλεύουν σε συνθήκες εργασιακής γαλέρας, δίχως να αναγνωρίζεται η εργασία τους ως τέτοια και πολλές φορές χωρίς να γνωρίζουν για το πού προορίζεται. Από την άλλη, μιας και είναι γνωστό πως η κατάρτιση είναι βασική προϋπόθεση της εργασίας, προετοιμάζει το μελλοντικό εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό ώστε αυτό να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αγοράς. Σε μία προσπάθεια να συμβαδίσει τόσο με την αγορά όσο και με τα διεθνή “πρότυπα”, να γίνει δηλαδή όσο το δυνατόν πιο αποδοτικό, το ελληνικό πανεπιστήμιο εντάσσεται σε μία διαδικασία αναδιάρθρωσης.
Η αναδιάρθρωση αυτή έρχεται να αλλάξει τις σχέσεις και τους συσχετισμούς μέσα στο πανεπιστήμιο. Για να βελτιστοποιηθεί αυτή η διπλή λειτουργία και να διευκολυνθεί η εισροή ιδιωτικών παραγόντων, χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον αποστειρωμένο και χωρίς αντιδράσεις. Το φοιτητικό υποκείμενο πρέπει να είναι πλήρως παραγωγικό και πειθαρχημένο, με τις σπουδές του να αποτέλουν την κεντρική ενασχόλησή του).
Στην κατεύθυνση αυτή, αλλά και στη διόγκωση των ήδη υπάρχοντων ταξικών φραγμών στην εκ-παίδευση, στοχεύουν μέτρα όπως η κατάργηση του ασύλου, η θέσπιση ανωτάτου ορίου φοίτησης και βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ, η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και η εισαγωγή προ-πτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα. Αυτά τα μέτρα έρχονται, μαζί με την ήδη υπάρχουσα καθημερινότητα του πανεπιστημίου, δηλαδή την άμισθη εργασία μεταπτυχιακών/διδακτορικών, τις εργασιακές σχέσεις του διοικητικού προσωπικού, την εντατικοποιημένη διαδικασία της φοίτησης, ειδικά αν συνδυάζεται με ταυτόχρονη εργασία, να καταστήσουν την ζωή στο πανεπιστήμιο ακόμα πιο ανυπόφορη. Την κατάσταση οξύνει περισσότερο η συν-θήκη της τηλεκπαίδευσης που τους τελευταίους μήνες μας έχει αποξενώσει από τους πανεπιστημιακούς χώρους, μετατρέποντας την φοίτηση σε μία εξατομικευμένη διαδικασία της οποίας το κόστος μετακυλίεται αποκλειστικά σε μας (υλικοτεχνικός εξοπλισμός ίντερνετ, κατάλληλος χώρος). Αυτή η κατάσταση φυσικό και επόμενο είναι να γεννήσει τις ανάλογες αντιδράσεις που θα σταθούν τροχοπέδη στην παραγωγική διαδικασία του πανεπιστημίου. Το κράτος χρειάζεται να αναπτύξει τους αναγκαίους μηχανισμούς που θα είναι σε θέση να καταστείλουν την κάθε απάντηση στον συντονισμένο κατακερματισμό των ζωών μας. Μετά την θεσμική κατάργηση του ασύλου το επόμενο βήμα είναι η καθημερινή παρουσία μπάτσων στις σχολές μας.
Η πανεπιστημιακή αστυνομία παρουσιάζεται ως ένα σώμα το οποίο έρχεται να επιβάλλει ένα καθεστώς “νόμου και τάξης”, ένα καθεστώς το οποίο αρχίζει και εκτείνεται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας (βλ. Συνεχείς έλεγχοι σε πλατείες και γειτονιές, τραμπουκισμοί μεταναστών κλπ). Μαζί με την εγκαθίδρυσή της, προβλέπεται και η λήψη ακόμα αυστηρότερων μέτρων για τον έλεγχο της πρόσβασης των φοιτητ(ρι)ών στις σχολές, όπως είναι η είσοδος με χρήση προσωποποιημένης κάρτας, η τοποθέτηση μπάρας εισόδου, και η περίφραξη του χώρου, καθώς και η εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος καμερών με σκοπό τη συνεχή επιτήρηση. Πέρα από την επιβολή της πειθάρχησης και την καταστολή των αγώνων μέσα στις σχολές, άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι και η αναίρεση της υπόστασης του πανεπιστημίου ως δημόσιου-κοινωνικού χώρου. Οι πανεπιστημιουπόλεις χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν από ανθρώπους της εκάστοτε περιοχής, ως χώροι αναψυχής και άθλησης, αλλά αποτελούν και σημαντικούς χώρους πρασίνου μέσα στο γκρίζο των σύγχρονων μητροπόλεων. Αυτές θα μετατραπούν σε πλήρως επιτηρούμενους, και ασφυκτικούς χώρους. Όσον α-φορά την πρόσβαση μέσα στις σχολές, αυτή φαίνεται να περιορίζεται μόνο στους “άμεσα εμπλεκόμενους”, αποκλείοντας ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που κοινωνικοποιούνταν σε αυτές (πχ. Μετανάστριες, εργαζόμενες, ανέργους). Επιπλέον, στο στόχαστρο του συγκεκριμένου σώματος θα μπουν και οι διάφορες ριζοσπαστικές κινήσεις που γεννιούνται και στεγάζονται στους χώρους του πανεπιστημίου, οι οποίες διαχρονικά έχουν σταθεί ανάχωμα στην πραγμάτωση κρατικών σχεδιασμών τόσο εντός όσο και εκτός των σχολών.
Το πώς μέσα στο σύγχρονο πανεπιστήμιο, όπως και σε κάθε πεδίο ταξικού ανταγωνισμού, αναδύονται αγώνες, το βλέπουμε καθημερινά. Οι εστιακοί φοιτητές, το πιο υποτιμημένο υποσύνολο της φοιτητικής κοινότητας, από την αρχή της πρώτης καραντίνας μάχονται για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και το αυτονόητο δικαίωμα να συνεχίζουν να ζουν με ασφάλεια στα σπίτια τους. Στους πιο πρόσφατους αγώνες τους έχουν δεχθεί βίαιες επιθέσεις όπως την αναστολή λειτουργίας της σίτισης αλλά και απειλές κοψίματος άλλων βασικών παροχών (ρεύμα, νερό, ίντερνετ…). Την ίδια στιγμή υποψήφιοι διδακτορικοί και ερευνητές παλεύουν για να αναγνωριστεί η επισφαλής εργασία τους. Αυτό το ζωτικό κομμάτι του πανεπιστημίου, με πρόσχημα το ότι βρίσκεται ακόμα στη διαδικασία της φοίτησης και δεν κατέχει μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο, δουλεύει ανασφάλιστα και κατά βάση απλήρωτα για τις ανάγκες του κράτους και των επιχειρήσεων που κερδοφορούν στις πλάτες του.
Εμείς από μεριάς μας, ως φοιτητές, εργαζόμενες, και άτομα που ζουν-δραστηριοπούνται στην Πανεπιστημιούπολη δεν σκοπεύουμε να κάτσουμε αμέτοχες μπροστά στην περεταίρω υποτίμηση των ζωών μας. Μας είναι ξεκάθαρο πως στο απονεκρωμένο πανεπιστήμιο-επιχείρηση που χτίζουνε, οι ανάγκες και οι διεκδικήσεις μας δε χωράνε. Απέναντι στην συνολική επίθεση που δεχόμαστε προτάσσουμε συλλογικούς αγώνες από τα κάτω, ενάντια στη κουλτούρα της ανάθεσης και σε συντεχνιακές λογικές. Ο ατομικός δρόμος δεν είναι η λύση, οργανωνόμαστε πολιτικοποιώντας τα βιώματα και τις αρνήσεις μας…
Η ΟΡΓΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΡΑΣΗ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΑΓΩΝΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ
ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥΠΟΛΗΣ